- ἐπιλόγισις
- ἐπιλόγισιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλόγισις — ἐπιλόγισις, ἡ (Α) ο επιλογισμός … Dictionary of Greek
ἐπιλογίσεις — ἐπιλόγισις fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιλόγισις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγισιν — ἐπιλόγισις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογίσεως — ἐπιλογίσεω̆ς , ἐπιλόγισις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλογίσῃ — ἐπιλογίσηι , ἐπιλόγισις fem dat sg (epic) ἐπιλογίζομαι reckon over aor subj mp 2nd sg ἐπιλογίζομαι reckon over fut ind mp 2nd sg ἐπιλογίζομαι reckon over aor subj mp 2nd sg ἐπιλογίζομαι reckon over fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)